Επιμέλεια-Πρόλογος: Κωστής Παπαγιώργης.
Ένα ανθολόγιο διηγημάτων του Παπαδιαμάντη δε μπορεί να αποσκοπεί σε τίποτα διαφορετικό από την εύρεση του ζωτικού του κέντρου. Όλα τα διηγήματα είναι γνωστά, όλα έχουν την αναγνωστική του ιστορία ήδη από τα χρόνια του Δημοτικού σχολείου. Μεγαλωμένοι με τον θρύλο της Φόνισσας, τη φήμη των χριστουγεννιάτικων και των πασχαλινών διηγημάτων, τελικά μάθαμε να διαβάζουμε στα κείμενα αυτά που μάθαμε από τον περίγυρο. Άλλωστε, και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν απείχε και πολύ από αυτή την διαδεδομένη σύμβαση. Ο αστερισμός των διηγημάτων κατείχε στην καρδιά του τη θέση ενός μύχιου υποκατάστατου μιας ζωής που δεν έζησε. Ήταν αυτόκλητος θεματοφύλακας μιας κοινότητας και ελάχιστα μέλος της. Αλλά για τον αναγνώστη που έχει το προνόμιο του διαρρεύσαντος χρόνου, άρα και τον απεγκλωβισμό του έργου από τα όρια της εποχής, τα διηγήματα διαφοροποιούνται. Κάτι πρωτοφανές τελέστηκε χάρη στη γραφίδα του Παπαδιαμάντη, το ζήτημα είναι αμιγώς πνευματικό, ενώ τα υπόλοιπα παρέλκουν. Ο σκιαθίτικος κόσμος που έφερε στο φως δεν ήταν κάτι χειροπιαστό, ορατό σε όλα τα μάτια, απεναντίας τον συνέθεσε σχεδόν κατά σύμπτωση, τον έπλασε γλωσσικά έστω κι αν δεν υπήρχε. Το κέντρο του έργου, ο Νεκρός Ταξιδιώτης και οι Ελαφροΐσκιωτοι, δεν ανάγονται πουθενά. Θα λέγαμε οτι το συγγραφικό δαιμόνιο το «έκλεψε» κυριολεκτικά από τα φυλλοκάρδια του Σκιαθίτη και το παρέδωσε στο μέλλον.
Από το σύνολο του διηγηματικού έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο δοκιμιογράφος Κωστής Παπαγιώργης επιλέγει να παρουσιάσει μόνο δέκα τέσσερα έργα. Αλλά όπως παρατηρεί, σ' αυτό το Ανθολόγιο θα έπρεπε να περιλαμβάνει δύο μόνο διηγήματα· αν τα δύο έγιναν δεκατέσσερα ο λόγος είναι απλός: προσθέσαμε μια ντουζίνα διηγήματα που πλησίασαν το άκρον άωτον αλλά για κάποιους λόγους, εγγενείς στη δημιουργία του Σκιαθίτη, δεν το έφτασαν». Εχει σημασία η άποψη του συγκεκριμένου ανθολόγου, γιατί ενώ θεωρεί τη γλώσσα του συγγραφέα ένα κατασκεύασμα και τον κόσμο που μας δίνει σχεδόν ανύπαρκτο, τίποτα ο ίδιος δεν θα άλλαζε στο έργο αυτό. «Κάτι πρωτοφανές τελέστηκε χάρη στη γραφίδα του Παπαδιαμάντη -γράφει-, το ζήτημα είναι αμιγώς πνευματικό, ενώ τα υπόλοιπα παρέλκουν». Μαζί με τα 14 διηγήματα του Σκιαθίτη -«άνευ [του οποίου] ντόπια λογοτεχνία δε νοείται»- ο αναγνώστης καλά θα κάνει να διαβάσει προσεκτικά και τα όσα έχει να πει ο ανθολόγος.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911) έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του: "Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ISBN:
960-518-162-2
BARCODE:
9789605181628
Σελίδες:
224
Διαστάσεις:
16 x 24 εκ.
Χρ. Έκδοσης:
2003
Βιβλιογραφική ταξινόμηση:
Νεοελληνική πεζογραφία - Διήγημα [DDC: 889.3]