Nαοί, έθιμα, θεότητες, λατρευτικές εκδηλώσεις είναι τα θέματα των σημειώσεων και των παρατηρήσεών του. Aργά και βασανιστικά θα πάρουν τη μορφή των δοκιμίων και των θρύλων που θα γράψει. Δοκίμια και θρύλοι που φανέρωσαν στα μάτια των Δυτικών αναγνωστών του την ψυχική ενδοχώρα απ' όπου αντλούσε τ' αποθέματά της η δύναμη που τόσο τους εντυπωσίασε στους πρώτους μεγάλους σύγχρονους πολέμους της Iαπωνίας (πόλεμος με την Kίνα, Pωσοϊαπωνικός Πόλεμος).
«Ήταν κάποτε ένας κυνηγός και γερακάρης, τον λέγανε Σονζό· μια μέρα, πήγε να κυνηγήσει μα δε συνάντησε κανένα θήραμα. Στο δρόμο της επιστροφής, στην τοποθεσία Ακανούμα, πήρε το μάτι του ένα ζευγάρι πάπιες οσιντόρι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι στα νερά του μικρού ποταμού που έπρεπε να περάσει. Αν σκοτώσεις, λένε, ένα οσιντόρι θα σε βρει μεγάλη δυστυχία. Ο Σονζό όμως πεινούσε, σκόπευσε λοιπόν το ζευγάρι. Το βέλος τρύπησε το αρσενικό· το θηλυκό ξέφυγε μέσα από τις καλαμιές της αντίπερα όχθης και χάθηκε. [...] Ο Σονζό πήγε στην Ακανούμα. Φτάνοντας στο ποτάμι είδε το θηλυκό οσιντόρι να κολυμπάει μόνο του. Την ίδια στιγμή τον διέκρινε κι εκείνο· αντί να φύγει όμως κολύμπησε προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον συνέχεια με μια παράξενη προσοχή. Ξαφνικά, μ' ένα χτύπημα του ράμφους άνοιξε πληγή στα πλευρά του κι έσβησε εκεί μπροστά στα μάτια του κυνηγού. Ο Σονζό ξύρισε το κεφάλι του και κλείστηκε σε μοναστήρι».
Αξίζει να εντρυφήσει ο Έλληνας αναγνώστης στη γραφή του Χερν. Είτε στις τρυφερά μελαγχολικές ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας που έχει συλλέξει κι αναπλάσει είτε στα περιηγητικά-στοχαστικά κείμενά του για τη φύση, την κοινωνία, τις αξίες, το θρησκευτικό αίσθημα και τους ανθρώπους της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. (Γιώργος Βιδάλης, Ελευθεροτυπία, 16/9/2004)
Ο Λευκάδιος Χερν (Γιάκουμο Κοϊζούμι) γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1850. Πατέρας του ήταν ο Ιρλανδός γιατρός Charles Bush Hearn που υπηρετούσε τότε στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα και μητέρα του η Ρόζα Κασιμάτη από τα Κύθηρα. Μια μετάθεση του πατέρα στις Ινδίες, είχε ως συνέπεια τον χωρισμό των γονέων του. Ο μικρός Λευκάδιος βρίσκεται τότε στο Δουβλίνο όπου δοκιμάζει τις πρώτες πίκρες από τη σκληρή συμπεριφορά της δεσποτικής γιαγιάς του. Δεκαεννιά χρόνων φεύγει στην Αμερική κι ύστερα από μια περιπετειώδη ζωή, το 1887 καταλήγει στις Δυτικές Ινδίες, όπου μένει για δύο χρόνια, ως ανταποκριτής του αμερικάνικου περιοδικού "Harper's Magazine". Ως ανταποκριτής του περιοδικού φεύγει το 1890 για την Ιαπωνία, όπου έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του. Στην Ιαπωνία λύνει τη συνεργασία του με το "Harper's Magazine" και με τη βοήθεια του καθηγητή Βasil Hall Chamberlain και του Ίτζιτο Χατόρι βρίσκει μια θέση καθηγητή αγγλικών στην πόλη Ματσουέ. Στο πανέμορφο Ματσουέ των θρύλων θα ζήσει δεκαπέντε μήνες. Αναπτύσσει αδελφική φιλία με τον καθηγητή Νισίντα Σενταρό και ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται τη Σέτσου Κοϊζούμι, κόρη ενός σαμουράϊ της περιοχής, του οποίου η οικογένεια είχε ξεπέσει. Μαζί της επρόκειτο να αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Την ίδια εποχή άρθρα του αρχίζουν να δημοσιεύονται στο "The Atlantic Monthly" και σε διάφορες εφημερίδες της Αμερικής και αντικατοπτρίζουν την ισχυρή έλξη που ασκεί πάνω του η Ιαπωνία. Τα κείμενά του εκδίδονται σε βιβλίο το 1894, με τίτλο "Glimpses of Unfamiliar Japan" (βιβλίο που θεωρήθηκε αργότερα κλασικό στην Ιαπωνία και άρχισε να διδάσκεται στα σχολεία). Το 1892 εγκαθίσταται στο Κουμαμότο, όπου διδάσκει επί τρία χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Το 1896 λαμβάνει την ιαπωνική υπηκοότητα και παίρνει το οικογενειακό όνομα της γυναίκας του, Κοϊζούμι, και το προσωπικό όνομα Γιακούμο. Για τον Χερν ο σιντοϊσμός και ο βουδισμός είναι τρόποι καθημερινής ατομικής και συλλογικής ζωής, θρησκείες που οι άνθρωποι τις πράττουν αντί απλώς να τις πιστεύουν. Ο ίδιος παραμένει αγνωστικιστής. Το Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο του προσφέρει την έδρα του καθηγητή αγγλικής φιλολογίας. Εγκαθίσταται στο Τόκιο όπου ζει την πιο λαμπρή και γόνιμη συγγραφική του περίοδο. Η κακή του όραση δεν στάθηκε εμπόδιο στην εξερεύνηση των "άγνωστων" περιοχών της Ιαπωνίας. Την άνοιξη του 1903 όμως, όπως το είχε προβλέψει, οι υπεύθυνοι του πανεπιστημίου τον υποχρεώνουν με κάποιο πρόσχημα να παραιτηθεί. Οι φοιτητές του διαμαρτύρονται έντονα και η θέση του επαναπροσφέρεται, αλλά με όρους που είναι αδύνατον να δεχτεί. Τρία ζητήματα τον απασχολούν εκείνη την εποχή. Η επιθυμία του να επιστρέψει στη Δύση παρ' όλες τις συμβατικότητές της, η υγεία του που χειροτερεύει και το μέλλον της νεογέννητης κόρης του, Σουτζούκο. Το 1904 δέχεται τη θέση του καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα του Τόκιο. Την ίδια χρονιά, ο Λευκάδιος Χερν πεθαίνει στο σπίτι του από ανακοπή, στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 σε ηλικία 54 ετών, και αποτεφρώνεται σύμφωνα με το ιαπωνικό τελετουργικό. Οι Ιάπωνες τον κατατάσσουν στους εθνικούς τους συγγραφείς. Ο καθηγητής Βasil Hall Chamberlain έγραψε: "Διαβάζοντας τα κείμενά του αισθάνεται κανείς την αλήθεια αυτού που δήλωσε ο Richard Wagner: "Ο μόνος τρόπος για να κατανοήσεις είναι να αγαπήσεις". Αν ο Λευκάδιος Χερν κατανοεί βαθιά την Ιαπωνία και την κάνει κατανοητή περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα, είναι γιατί την αγαπάει βαθιά". Κυριότερα έργα του είναι: "Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία" (1894), "Από την Ανατολή" (1895), "Κοκορό" (1896), "Κοττό" (1902) και "Καϊντάν" (1904).
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ
ISBN:
960-518-019-7
BARCODE:
9789605180195
Σελίδες:
448
Διαστάσεις:
12 x 20,5 εκ.
Χρ. Έκδοσης:
2008
Βιβλιογραφική ταξινόμηση:
Αγγλόφωνη πεζογραφία - Διήγημα [DDC: 823]
Αγγλόφωνο δοκίμιο [DDC: 824]
Ιάπωνες [DDC: 305.895 6]